Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Οι μαραθώνιοι στην Ελλάδα. 4.



Η κλασική διαδρομή. 2.
 
                                                                                        1996.

 

   Τον Κλασικό Μαραθώνιο της Αθήνας, από το 1996 μέχρι το 2010, τον έχω τρέξει δέκα φορές. Με σημάδεψαν οι τρεις. Η πρώτη, το 1996, μου επεφύλασσε πολλαπλές συγκινήσεις. Ήταν ο πρώτος μου μαραθώνιος. Ταυτόχρονα, κι ο πρώτος μου διεθνής. Επιπλέον, ήταν επετειακός. Η διεξαγωγή του συνέπιπτε με τα 100 χρόνια των πρώτων Ολυμπιακών, που έχουν συνδεθεί στην ιστορική μας μνήμη με τη νίκη του Σπύρου Λούη.
Η επέτειοι προσελκύουν κόσμο. Το 1996 θα έβρισκε το ανάλογό του μόνο το 2010, στον εορτασμό των 2.500 χρόνων από τη μάχη του Μαραθώνα. 3.500 χιλιάδες δρομείς δεν είναι εντυπωσιακός αριθμός για διεθνή μαραθώνιο, αλλά τότε ήταν ρεκόρ επικράτειας. Οι ξένοι υπερτερούσαν εμφανώς, σ’ ένα αγώνισμα που οι Έλληνες, έτσι κι αλλιώς, αποτελούν μειοψηφία.
Ένας λόγος που μ’ αρέσουν τα ταξίδια είναι ότι με βοηθούν να συγκαταλέγομαι ως μέλος ενός ευρύτερου συνόλου. Αν, όμως, δεν μπορείς να βγεις στον κόσμο, το αμέσως καλύτερο είναι να έρθει ο κόσμος σε σένα. Στην κλασική διαδρομή εκείνης της χρονιάς, ανάμεσα σε σημαίες και γλώσσες, ήμουν πάλι μέλος μιας παγκόσμιας, και μάλιστα ιδιαίτερης, φυλής. Δρομείς πολλαπλών εθνοτήτων, χρωμάτων και δογμάτων είχαν διανύσει αποστάσεις, υποβληθεί σε έξοδα, ρυθμίσει υποχρεώσεις, κανονίσει επαγγελματικά και οικογενειακά προγράμματα, για να μπορέσουν να συμπεριλάβουν στη βαλίτσα της ζωής τους ένα σημαντικό γεγονός. Από την Βραζιλία και την Κορέα, μέχρι τον Καναδά και την Νέα Ζηλανδία, είχαν υποστεί κόπους και θυσίες, επιλέγοντας τον τόπο μας για το προσκύνημά τους.
Λυπάμαι που δεν μπορέσαμε να τους φερθούμε καλύτερα. Λυπάμαι για την εικόνα που δώσαμε, κι εξακολουθήσαμε να δίνουμε για πολλά χρόνια.

  Δεν ήταν μόνο η απουσία τηλεοπτικής κάλυψης του γεγονότος. Η επικείμενη διεξαγωγή του αγώνα δεν αποτελούσε καν ενημερωτική είδηση. Αν συνέβαινε αυτό, οι οδηγοί που δεν είχαν ιδιαίτερο λόγο ίσως φρόντιζαν, τουλάχιστον, να μην διασταυρωθούν με τους τρελούς που έτρεχαν εκείνη τη μέρα.
Στην αρχή της διαδρομής η κατάσταση τηρούσε υπό σχετικό έλεγχο. Μπορέσαμε κάπως να χαρούμε την πανηγυρική ατμόσφαιρα. Διανύσαμε αρκετά χιλιόμετρα σε άδειους δρόμους, τους πιο άδειους που μπορείς να φανταστείς ποτέ σε μαραθώνιο, παρ’ όλο που οι λιγοστές ομάδες των ξένων, στημένες σ’ επιλεγμένα σημεία, έβαζαν τα δυνατά τους ώστε να μην νιώθουμε μόνοι. Αλλά, τότε, δεν είχα μέτρο σύγκρισης, χώρια που πλησίαζε η στιγμή όπου θα ευχόμουν να παρέμεναν άδειοι κι έρημοι οι δρόμοι.
Από τα μισά, περίπου, της διαδρομής η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει. Η απέναντι λωρίδα γέμισε εκνευρισμένους οδηγούς, καθηλωμένους σε ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, που θορυβούσαν ανεπίτρεπτα. Τρέχαμε αναπνέοντας μολύβι. Στις διασταυρώσεις γινόμασταν μάρτυρες, κάποτε και ακούσιοι πρωταγωνιστές, καυγάδων, όταν οι εξηγήσεις των αμήχανων τροχονόμων, απέναντι στους έξαλλους εποχούμενους, δεν ήταν αρκετές. Μετά από κάποια ώρα, που θεωρήθηκε πως οι οδηγοί καταπιέστηκαν αρκετά, οι λιγότερο γρήγοροι αθλητές έμειναν να τρέχουν σε μια μόνο λωρίδα, με τ’ αυτοκίνητα να περνούν δίπλα τους. Θυμάμαι ακόμα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Ιαπώνων, πολιορκημένους από κινούμενα μέταλλα, καυσαέρια, σκόνη, κορναρίσματα και στεντόρειες φωνές, να πασχίζουν να ολοκληρώσουν αυτό που είχαν θέσει, ποιος ξέρει πόσα χρόνια πριν, ως στόχο της εναπομείνασας ζωής τους. Μάλλον αλλιώς θα το είχαν φανταστεί.
Μόνο αυτό, το τελευταίο περιστατικό, κατάφερε να με στεναχωρήσει αρκετά εκείνη τη μέρα, καθώς είχα ήδη τελειώσει από ώρα κι έφευγα από το Καλλιμάρμαρο ικανοποιημένος και χαρούμενος. Τα υπόλοιπα, αυτά που έζησα κατά τη διάρκεια του αγώνα, απλώς καταγράφηκαν, για να αξιολογηθούν αργότερα. Όσο έτρεχα, μια αόρατη ασπίδα με προστάτευε απ’ όλα τα αντίξοα που συναντούσα στο δρόμο μου. Πήγαινα με τη βοήθεια μιας φλόγας τόσο δυνατής, που κανένα εξωτερικό ερέθισμα δεν μπορούσε να με διαπεράσει. Ήμουν συγκεντρωμένος σ’ ένα εσωτερικό σκοπό, κι όσα υπήρχαν πέρα από μένα, τους συναθλητές μου και τους λίγους συμπαραστάτες μας, ήταν άυλα φαντάσματα, που προσπαθούσαν ανεπιτυχώς να με παρεμποδίσουν. Φαντάζομαι πως έτσι λειτούργησαν κι οι υπόλοιποι μαραθωνοδρόμοι.
Μόνο ο δικός μου κόσμος, λοιπόν, ήταν εκεί, κι αυτός με δίδασκε, από την αρχή μέχρι το τέλος. Στον πρώτο σταθμό, οι εθελοντές, ίσα που προλάβαιναν ν’ ανοίξουν τις συσκευασίες των νερών, για να διαπιστώσουν πως, από λάθος ή αμέλεια, υπήρχαν μόνο μεγάλα μπουκάλια. Και, φυσικά, δεν έφταναν για όλους. Πίναμε λίγο και κρατούσαμε απλωμένο το χέρι, για να πάρει κι ο διπλανός. Ήταν μια δικιά μας μορφή κοινωνίας. Δεν σκεφτόμασταν πως μπορεί να μεταδώσουμε ή να μας μεταδοθεί κάτι κακό, ίσως γιατί βρισκόμασταν στον τόπο όπου, κάποτε, συμβάδιζε η απόλυτη επίγνωση της θνητότητας με την ζωογόνο αίσθηση της αθανασίας.
Ξένοι αθλητές έκαναν στάση για να φωτογραφήσουν τον τύμβο των πεσόντων. Κάποιος έτρεχε με σανδάλια. Άλλος, ντυμένος με τη φουστανέλα του Σπύρου Λούη. Στη διάρκεια της διαδρομής έμαθα ότι, όπως και τα φαινόμενα, έτσι και τα σουλούπια απατούν. Περνούσα αθλητές που έδειχναν πολύ πιο γυμνασμένοι από μένα, αλλά με πέρασε μια κυρία, που αν την συναντούσα σε λεωφορείο θα σηκωνόμουν για να της παραχωρήσω τη θέση μου.
Είχα πολλά να μάθω ακόμα.
Λίγες σκηνές και φυσιογνωμίες εκείνου του αγώνα απομένουν, κι αυτές αχνές, στη μνήμη μου. Θα ήθελα να είναι περισσότερες, ίσως για να μπορέσω να επιστρέψω σ’ εκείνους τους συναθλητές μου τον ιδιαίτερο σεβασμό που οι ίδιοι μου ενέπνευσαν. Φορές, πασχίζω να ξεμπερδέψω τις μορφές τους, από τις τόσες που έχω συναντήσει στους πολυάριθμους αγώνες μου. Το παλικάρι που κοντοστεκόταν και προσπαθούσε να ξεπεράσει τους πόνους στα πόδια του, την κοπέλα που πάσχιζε, με το κεφάλι σκυφτό, τους αθλητές και τις αθλήτριες που επιστράτευαν κάθε απόθεμα σθένους που είχε απομείνει στα σώματα και στις ψυχές τους. Όσο περνά ο καιρός δυσκολεύομαι. Οι μορφές τους σβήνουν μέσα στην ομίχλη του χρόνου, και στη βουή εκείνου του δρόμου που στράγγιζε τον ιδρώτα τους. Απομένω να τους παρακολουθώ, όπως απομακρύνονται στο βάθος της μνήμης μου, και διαβάζω τα μηνύματα που μεταφέρουν στις πλάτες τους. Είναι αντιγραφές αυτών που υπάρχουν στην καρδιά τους και βρίσκουν πάντα τον τρόπο να σε αγγίξουν. Ό,τι γνήσιο βγαίνει από μια καρδιά, βρίσκει εύκολα τη θέση της σε μια άλλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου