Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

BSI Lake Balaton Supermarathon. 2η μέρα.




Fonyod - Sziglizet.  52.9 χιλιόμετρα.  



   Στην αφετηρία της δεύτερης μέρας μ’ έστειλε κυρίως η ντροπή να εγκαταλείψω τόσο νωρίς και η άρνηση μιας δεύτερης αποτυχίας σε διάστημα ενός μήνα. Θα έδινα μια ευκαιρία στον εαυτό μου, ελπίζοντας πως κι ο εαυτός μου θα μου έδινε μια ευκαιρία. Είχα όνειρα γι’ αυτόν τον αγώνα που δεν ήθελαν να πεθάνουν έτσι άδοξα. Ούτε ήθελα να μετατραπώ από πρωταγωνιστή σε άδοξο θεατή του υπόλοιπου μέρους του.
Η διαδρομή ξεκινούσε σ’ ένα στενό δρόμο, όπου, για λόγους ευρυχωρίας, παίρναμε εκκίνηση ανά δυο, ανάλογα με το χρόνο τερματισμού της προηγούμενης. Ακούγαμε στα ηχεία τα ονόματά μας, μπαίναμε στην γραμμή, περνούσαμε το τσιπ στο μηχάνημα, κι αυτό ήταν. Ο χρόνος μετρούσε. Το τραγούδι του αγώνα, ‘The road to hell’, του Chris Rea, βρισκόταν σε κάθε εκκίνηση, να μας εμψυχώνει με το ρυθμό του, αν και ο τίτλος του δεν προοιώνιζε καλά πράγματα.
Διαπίστωσα πως, παρ’ όλο τον αργό ρυθμό της προηγουμένης μέρας, δεν ήμουν ο τελευταίος, καθώς υπήρχαν αρκετοί πίσω μου που περίμεναν για να πάρουν εκκίνηση. Αλλά, σήμερα, σκόπευα να μείνω τελευταίος. Η παρουσία μου ήταν ήδη αρκετή αποκοτιά, και το λιγότερο που μπορούσα να κάνω είναι να πηγαίνω αργά και ν’ αφουγκράζομαι τα μηνύματα που θα στέλνει το σώμα μου. Να εξετάζω τις αναπνοές και να ελέγχω τους χτύπους της καρδιάς. Αν αντιλαμβανόμουν επικίνδυνα συμπτώματα, θα έπρεπε πια να σκεφτώ σοβαρά να εγκαταλείψω. Αν μου συνέβαινε κάτι κακό θα έκανα δύσκολη τη ζωή ολόκληρης της παρέας μου, που από τις εξοχές και τα πανδοχεία θα τραβολογιόταν στα νοσοκομεία μιας ξένης χώρας. Αυτό ήταν κάτι που έμπαινε στις σκέψεις μου σαν φοβία. Παραήταν εγωιστικό, από την ξεροκεφαλιά ενός, να καταλήξει ‘δρόμος για την κόλαση’, ένα όμορφο ταξίδι τεσσάρων ανθρώπων.


  Ως δρομέας έχω δυο κρίσιμες ιδιοτροπίες. Η πρώτη απ’ αυτές: Ενώ πιέζω τον εαυτό μου σε πράγματα ασυνήθιστα, δεν του επιτρέπω βοήθεια από τίποτα ασυνήθιστο. Δεν παίρνω ποτέ συμπληρώματα διατροφής, ούτε καν μια απλή ενισχυτική βιταμίνη. Προσέχω τη διατροφή μου, προσέχω τον ύπνο μου, κι αυτό είναι. Οποιοδήποτε χημικό παρασκεύασμα, ακόμα και το πιο αθώο, με κάνει να θεωρώ πως, παίρνοντάς το, αυτό που θα καταφέρω θα είναι κάτι που δεν με αντιπροσωπεύει. Επιδιώκω να βρω τα φυσικά μου όρια, όχι τα φαρμακευτικώς ενισχυμένα. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως μέμφομαι όσους παίρνουν βιταμίνες κι ενισχυτικά διατροφής, ιδίως όσους ο επαγγελματικός τους φόρτος δεν επιτρέπει προγραμματισμένη και σχολαστική διατροφή.
Η δεύτερη ιδιοτροπία μου είναι παράδειγμα προς αποφυγή. Δεν κάνω ποτέ ιατρικές εξετάσεις. Μια φορά, πάνε δέκα χρόνια, τα αποτελέσματα έδειξαν πεσμένες φερετίνες κι ο γιατρός μου δήλωσε πως αν δεν τις ανεβάσω θα πω αντίο στις μεγάλες αποστάσεις. Επειδή δεν ήθελα να πω αυτό το αντίο παρέβηκα την πρώτη μου αρχή, πήρα ορισμένες αμπούλες σιδήρου και μετά σταμάτησα και το σίδηρο και τις εξετάσεις.
Η ιδιοτροπία μου αυτή έχει να κάνει με φόβο. Φοβάμαι να ζήσω μια σκηνή όπου κάποιος γιατρός θα μου λέει συγκαταβατικά πως λυπάται πολύ, αλλά δεν έχω παραπάνω από τρεις μήνες ζωής. Είναι ανόητο, αφού οι εξετάσεις γίνονται για να προλάβεις αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο, αλλά έτσι είμαι. Από την άλλη μεριά θεωρώ υπερβολικό αυτό που κάνουν πολλοί συναθλητές μου, να τρέχουν στους γιατρούς όλη την ώρα και για ψύλλου πήδημα. Να γνωρίζουν όλες τις τιμές των ουσιών στον οργανισμό τους, να ελέγχουν ανά πάσα στιγμή το σίδηρο, τον αιματοκρίτη, το μέγιστο και το ελάχιστο, το ύψιστο και το κατώτερο κι ένα σωρό άλλα που δεν ξέρω πόσο χώρο αφήνουν στην σκέψη για την εκτός τρεξίματος ζωή και την γενικότερη αρμονία. Φροντίζω να τους υπενθυμίζω πως ένας λόγος που αθλείται κάποιος είναι για ν’ αποφεύγει τους γιατρούς. Πάντως, είναι σίγουρα καλύτερο από το να μην πηγαίνεις καθόλου.
Το τρέξιμο είναι ο δικός μου τρόπος ψευδαίσθησης της αθανασίας, και μου αρκεί. Μου προσδίδει μια αυτοπεποίθηση, που μπορεί κάποτε να μου κοστίσει τη ζωή, όση όμως έχω φροντίζω να την κρατώ μακριά από το φόβο του θανάτου, κάτι που σημαίνει πως μπορώ να την κάνω ποιοτική. Κάθε φορά που προσερχόμουν στο αείμνηστο ΤΕΒΕ για να δηλώσω γιατρούς, έλεγα αστειευόμενος, αλλά το εννοούσα πλήρως, πως τις μόνες ειδικότητες που χρειαζόμουν ήταν ο ορθοπεδικός κι ο ψυχίατρος. Αν ο πρώτος δεν με θεράπευε από τον τραυματισμό που θα με εμπόδιζε να τρέχω, τότε θα αναλάμβανε ο δεύτερος.
Ο ορθοπεδικός είναι η μόνη ειδικότητα που επισκέπτομαι ενίοτε. Τον ψυχίατρο τον έχω αποφύγει προς το παρόν. Μάλλον επειδή μπορώ και τρέχω ακόμα.


   Ξεκίνησα αργά, χωρίς να νοιάζομαι αν με προσπερνούν, ακόμα κι οι τελευταίοι. Είχα αυστηρά διαιρέσει τους χρόνους, ήξερα πότε όφειλα να εμφανιστώ στους δυο ‘κόφτες’ της διαδρομής, θα φρόντιζα ν’ αφήνω κάποιο περιθώριο για ψυχολογικούς λόγους, κι αυτός θα ήταν ο στόχος μου. Τα τραγούδια κυλούσαν με τη σειρά τους αφημένη στη διάθεση του mp3. Για τόσες ώρες είναι μάταιο να επιδιώξεις κάποιο προγραμματισμό, ακόμα κι αν παίζεις στα δάχτυλα τη λειτουργία τέτοιων συσκευών. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη και στην αφετηρία μας περόνιαζε το κρύο, αλλά τρέχοντας δεν το αισθανόμουν πια.
Αισθανόμουν όμως το μικρό θαύμα που γινόταν. Από το δεύτερο κιόλας χιλιόμετρο ήμουν σαν το ψάρι μέσα στο νερό. Η δυσφορία ολοένα και υποχωρούσε. Δεν ήταν η ιδέα μου, ένιωθα καλύτερα με κάθε μου βήμα, σαν το τρέξιμο να μην ήταν η δοκιμασία, αλλά η θεραπεία μου. Δεν βιάστηκα να το πανηγυρίσω, ούτε ν’ αλλάξω σχέδια, φυσικά. Εξακολουθούσε να μη μ’ ενδιαφέρει τίποτα εκτός από τον τερματισμό. Αλλά χαιρόμουν να διαπιστώνω πως ήταν όλα καλά, οι αναπνοές, οι χτύποι, ο ρυθμός μου. Ήμουν πάλι, εγώ κι ο αγώνας.
Αλλά σε λίγο θα ήταν και κάποιος ακόμα.


  Δεν ξέρω ποιες θα ήταν οι αναμνήσεις μου από τον αγώνα στη λίμνη, αν δεν ακολουθούσε ό,τι ακολούθησε. Σίγουρα θα ήταν διαφορετικές και πολύ φτωχότερες. Δεν ξέρω καν αν θα τα είχα καταφέρει, χωρίς την ανθρώπινη, και δη γυναικεία παρουσία, που τόσες φορές μ’ έχει ξελασπώσει στους αγώνες. Όσοι τρέχουν ξέρουν πόσο βοηθά μια συντροφιά δίπλα τους.
Φαίνεται πως το ήξερε κι η Szilvia. Το όνομά της το έμαθα μέρες μετά, τότε νόμιζα πως την λένε Sziszka, ή κάπως έτσι, μιας κι αυτό τ’ όνομα αναγραφόταν κάτω από το νούμερό της, κι αυτό ανήγγειλαν κάθε φορά στα ηχεία. Φαντάζομαι πως πρόκειται για υποκοριστικό, κάτι σαν το Λένα αντί για το Ελένη.
Ήταν στα πρώτα χιλιόμετρα, πάνω σ’ ένα πεζοδρόμιο, όπου φρόντιζα να κρατιέμαι στην άκρη, για να μην ενοχλώ όσους θέλουν να προσπερνούν. Δεν ξέρω με ποιο τρόπο η Szilvia κατάλαβε πως μας ενώνει η συμμαχία αυτών που βρίσκονται σ’ έναν αγώνα, πασχίζοντας, απλώς, να τον τερματίσουν έγκαιρα. Όσοι δεν πιστεύουν στη γυναικεία διαίσθηση, ας το ξανασκεφτούν. Υπάρχει, σε κάποιες γυναίκες τουλάχιστον, το βεβαιώνω ως πρώην άπιστος σε τέτοια μεταφυσικά. Το σίγουρο είναι πως κάποια στιγμή μ’ έφτασε και συνέχισε να τρέχει μαζί μου. Στην αρχή νόμισα πως με προσπερνούσε αργά, αλλά αυτή παρέμενε δίπλα μου.
Τα πράγματα συνήθως είναι όπως φαίνονται, αλλά αυτό που φαινόταν ήταν πολύ περίεργο για να βιαστώ να το προεξοφλήσω. Πιθανολόγησα πως σκόπευε να με προσπεράσει, μόλις συγκεντρώσει δυνάμεις που δεν διέθετε εκείνη τη στιγμή. Σκέφτηκα ν’ ανοίξω λίγο το ρυθμό, έτσι ώστε αν μ’ ακολουθούσε να σιγουρευόμουν πως, όντως, ήθελε παρέα, κάτι τέτοιο όμως θα φαινόταν αγένεια, σαν να της δήλωνα πως μ’ ενοχλεί. Άλλωστε, πόσο θα μπορούσα ν’ ανοίξω στην κατάσταση που βρισκόμουν; Προτίμησα να κόψω λιγάκι κι έκανε το ίδιο κι αυτή, συνεχίζοντας μαζί μου, χωρίς να με προσπερνά, όπως σίγουρα θα μπορούσε.
Αν επιδιώκω κάτι γράφοντας αυτά τα κείμενα, είναι το να αποσπάσω το τρέξιμο από την αντίληψη μιας απλής, μονότονης και μονόπλευρης αθλητικής δραστηριότητας. Να το συνδέσω μ’ ό,τι φυσικό και πνευματικό μας περιβάλλει. Να δείξω πως τα όριά του μπορούν να επεκταθούν, να διαποτιστούν και να διαποτίσουν όλους τους τομείς της ζωής μας. Πως αποτελεί μια μικρογραφία αυτής της ζήσης, έναν καθρέφτη που αντανακλά όλα τα όμορφα και τα δύσκολά της. Κάτι που κινείται παράλληλα, αλλά μπορεί να διασταυρωθεί, ανά πάσα στιγμή, με πράγματα που λανθασμένα θεωρείς άσχετα μ’ αυτό. Όλα όσα εκκινούν από το είναι μας, όπως τα κλαδιά από τον κορμό ενός δέντρου, σχετίζονται μεταξύ τους. Το κείμενά μου τα θεωρώ επιτυχημένα μόνο στο βαθμό που το καταφέρνουν αυτό.
Με τη Szilvia έχουμε, μέχρι σήμερα ακόμα, μια φιλία που ήταν και παραμένει βουβή. Θεωρώ το λόγο ως βασικό στοιχείο οιασδήποτε σχέσης, αλλά με την απρόβλεπτη παρέα μου θα αναπτύσσαμε μια ιδιότυπη κι έξω από το λόγο μορφή επικοινωνίας. Τα αγγλικά της ήταν τόσο καλά, όσο τα δικά μου ουγγρικά. Όμως το λεκτικό κενό αναπληρωνόταν από μια σιωπή που λειτουργούσε. Μπορούσαμε να καταλαβαινόμαστε, γιατί είχαμε ένα κοινό σκοπό. Αισθανόμασταν την ίδια ανασφάλεια, δίναμε την ίδια μάχη με τον εαυτό μας, νιώθαμε πως ο καθένας μας αποτελούσε σιωπηλό συμπαραστάτη του άλλου. Κανείς μας δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα πόδια ή την αντοχή του άλλου, ωστόσο η γνώση πως δεν ήμασταν μόνοι στον αγώνα μάς χάριζε δύναμη και κουράγιο. Το ίδιο ακριβώς κουράγιο που σου δίνει ένα φιλικό άγγιγμα στον ώμο, μια δύσκολη στιγμή.
Τρέχαμε για ώρες, απορροφημένοι από τη μουσική και τις σκέψεις μας. Επικοινωνούσαμε, ενίοτε, με μορφασμούς ενθάρρυνσης, κυρίως όταν φτάναμε σε κομβικά σημεία, στο 20, στο 30, στο 40 χιλιόμετρο. Δεν είχε ρολόι και με κοίταζε με αδημονία κάθε που συμβουλευόμουν το δικό μου. Βασιζόταν στις εκτιμήσεις και στις διαιρέσεις μου, κι εγώ με νοήματα της επιβεβαίωνα πως είμαστε εντάξει με το χρόνο μας. Ανταλλάσσαμε χαμόγελα ικανοποίησης, το V της νίκης, και πάλι μπροστά.

   Φτάσαμε στη Szigliget μαζί. Στα τελευταία πέντε χιλιόμετρα ένας διαολεμένος άνεμος, που μου θύμιζε τον πρόσφατο αγώνα στην Ψάθα, δοκίμαζε τις αντοχές μας στο κρύο. Τα ρούχα της ήταν από αυτά που βρίσκεις στο παζάρι, δεν νομίζω πως την προστάτευαν ιδιαίτερα. Εφ’ όσον κρύωνα εγώ, ο εξοπλισμένος με την υψηλότερη τεχνολογία, τότε φανταζόμουν ότι θα υπέφερε, πράγματι. Αλλά κοντεύαμε, και τα πέντε χιλιόμετρα δεν μας φαίνονταν πολλά πια. Ο χαρακτηριστικός λόφος της περιοχής, με το μεσαιωνικό κάστρο στην κορυφή του, διακρινόταν από την αρχή μιας μακριάς και, τελικής νομίσαμε, ευθείας. Κατέληγε τελικά σε μια μικρή αλλά απότομη ανηφόρα, που τραβούσε για κάποια μέτρα προς τον ηφαιστιογενή λόφο. Όμως φαινόταν πια το τέρμα, ο κόσμος που περίμενε, οι φίλοι κι οι γνωστοί, και τίποτα δεν μπορούσε να μας αποθαρρύνει. Τερματίσαμε τα 53χλμ σε 6.17΄53΄΄.
Κουκουλωθήκαμε με τις σακούλες που μας έδωσαν και χωθήκαμε στο τεράστιο αντίσκηνο της διοργάνωσης, στημένο για να μας προστατεύει απ’ τις καιρικές συνθήκες. Είχε παγκάκια για να κάτσεις, τραπέζια για να φας όσα σου προσέφεραν, χώρο για ν’ αλλάξεις. Αγκαλιαστήκαμε χαρούμενοι και δώσαμε, νοηματικά πάντα, ραντεβού στην αφετηρία, το πρωί της επομένης.
Στην Szigliget αξίζει να μείνεις και να την χαρείς, αν και το κρύο της συγκεκριμένης μέρας έκανε δύσκολη την περιήγηση. Ήταν κι αυτή νησί της λίμνης κάποτε. Τώρα βρίσκεται στη βορειότερη όχθη της. Η θέα από το χαρακτηριστικό της λόφο είναι πανοραμική, ενώ στον οικισμό που χρονολογείται από την νεολιθική και την περίοδο του χαλκού έχουν ανακαλυφθεί σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Δεν είχα το χρόνο, ούτε το κουράγιο, για τουρισμό, δυστυχώς. Οι ώρες ανάπαυσης ήταν λίγες και πολύτιμες. Χώθηκα στο πιο ζεστό δωμάτιο που έχω κοιμηθεί ποτέ, αφού δεν βρήκαμε τρόπο να χαμηλώσουμε τη θέρμανση. Οι υπόλοιποι υπέφεραν κάπως, αλλά το κρύο που είχα υποστεί και η συσσωρευμένη εξάντληση μου επέτρεπε να αισθάνομαι άνετα.
Ήμουν διπλά χαρούμενος. Δεν πέθανα κατά τη διάρκεια του αγώνα, όπως για μια στιγμή, χθες το βράδυ, φοβήθηκα πως θα μου συνέβαινε. Είχα βρει μια ιδιότυπη παρέα, που, και θα ήταν δίπλα μου, και θα μου επέτρεπε να παραμένω συγκεντρωμένος στο τρέξιμό μου. Και είχα βγάλει, ήδη, το μισό αγώνα. Από την επομένη το κάθε βήμα θα ήταν ένα θεωρητικό βήμα προς το τέλος του. Επέστρεφα. Ψυχολογικά, πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου