Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Διεθνείς Μαραθώνιοι. 7.


                         Βουδαπέστη, 2 Οκτωβρίου 2011.



Η Aυστροουγγρική αυτοκρατορία μας έχει παραδώσει τρία διαμάντια. Την Βιέννη, την Πράγα, την Βουδαπέστη. Υπάρχει αντιγνωμία για το ποια είναι η ομορφότερη. Δυσκολεύομαι ν' αποφασίσω. Θεωρώ πως ακόμα και το μυθολογικό δίλημμα του Πάρι ήταν ευκολότερο, (αν και η ανακήρυξη της ωραιότερης πόλης δεν απειλεί με τα ίδια καταστροφικά επακόλουθα την επιλογής της Αφροδίτης απέναντι στις άλλες δυο μνησίκακες θεές). Ωστόσο η απάντηση παραμένει υποκειμενική, όσο κι αυτή που θα έκρινε το ποια είναι η ωραιότερη γυναίκα. Κι εφ' όσον είναι υποκειμενική, λοιπόν, ως ωραιότερη πόλη ανακηρύσσεται αυτή στην οποία είχαμε την καλύτερη διάθεση και περάσαμε τις ωραιότερες στιγμές μας.
Στη Βουδαπέστη ανακάλυψα τον όρο αυτού που έκανα εκείνο τον καιρό. Βρισκόταν στο περιοδικό της διοργάνωσης και λέγεται sight running. Ο τρόπος να κάνεις τουρισμό τρέχοντας. Όπως υπάρχει θρησκευτικός, γαστριμαργικός και σεξουαλικός τουρισμός, υπάρχει και αθλητικός. Με προηγούμενο τον μαραθώνιο του Βερολίνου και επερχόμενο αυτόν του Βουκουρεστίου, τρεις συνεχόμενες Κυριακές δηλαδή, το sight running ήταν κάτι που αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να το εφεύρω για τον εαυτό μου. Και μέχρι τη μέση του συγκεκριμένου αγώνα το εξάσκησα με θαυμάσια ψυχαγωγικά αποτελέσματα. Άλλωστε, η διαδρομή είναι η πιο όμορφη που έχω συναντήσει ποτέ σε μαραθώνιο.
Αυτήν την στιγμή περνάμε την περίφημη Chain Bridge, την πρώτη γέφυρα που ένωσε την Βούδα με την Πέστη το 1849. Τώρα, την πέτρινη γέφυρα, που έκανε το αυτό, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Εδώ βλέπουμε την όπερα της Βουδαπέστης, που κάθε ομοιότητα με την Παρισινή δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού αποτελεί μικρότερο αντίγραφό της. Στα δεξιά μας το νησί της Μαργαρίτας, πολυβασανισμένης κόρης που η ζωή της θα μπορούσε ν’ αποτελεί παραμύθι, αν δεν ήταν αρκούντως θλιβερή. Το νησί είναι θαυμάσιο φυσικό πάρκο, χαρά θεού, ανθρώπων, δρομέων και ποδηλατών, ιδίως τις όμορφες μέρες. Και το κοινοβούλιο, αυτό το αρχιτεκτόνημα που δεν κουράζεται να βλέπει το μάτι, από μακριά έλαμπε σαν μινιατούρα, όπως αυτές τις κλεισμένες σε γυάλινες σφαίρες, που τις ανακινείς και γεμίζουν χιόνι σαν σε κόσμο παραμυθιού.
Κάπου εκεί τελείωσε και η περιηγητική διάθεση της ημέρας.
Αν και αρχές Οκτωβρίου, οι μέρες έδειχναν από καιρό τις διαθέσεις τους. Το να ζεσταίνεσαι πριν αρχίσεις να τρέχεις σημαίνει πως, δύσκολα τα πράγματα. Και στην αφετηρία, πριν την εκκίνηση, έχοντας παραδώσει όλα τα ρούχα, έψαχνα μέρος για να προστατευτώ από τον ήλιο. Ο αγώνας ξεκινούσε στις 9, πρόνοια των διοργανωτών, υποθέτω, ώστε να προλαβαίνει να ζεστάνει η συνήθης φθινοπωρινή μέρα. Μόνο που η μέρα δεν ήταν συνήθης και κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πως η θερμοκρασία θα ανέβαινε τόσο. Χώρια η υγρασία, ο νούμερο ένα αυτός εχθρός των δρομέων.
Κάπου μετά τις 2 ώρες, η Βουδαπέστη, με τα θαυμάσια τοπία και τις όμορφες αποβάθρες, άρχισε να καλύπτεται από ένα θολό πέπλο. Ο αγώνας βρισκόταν σε εξέλιξη, αλλά τώρα, εκτός από την απόσταση, διεξαγόταν ενάντια στη ζέστη και την υγρασία. Τα επακόλουθα άρχισαν να γίνονται ορατά σύντομα. Πρώτα αξιολύπητα θύματα, όσοι για διάφορους λόγους έφεραν πλακάτ ή, ακόμα χειρότερα, κουστούμια και στολές. Ένας δρομέας εγκλωβισμένος σ’ ένα τεράστιο χνουδωτό ζάρι, που υπό άλλες συνθήκες θα τον κράταγε ζεστό, παρέπαιε ήδη. Ήλπισα πως το συμβόλαιό του, αν υπήρχε, θα του επέτρεπε να το ξεφορτωθεί σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης όπως η παρούσα. Οι μεγαλύτεροι ηλικιακά αθλητές αποτελούσαν την επόμενη κοινωνική ομάδα που θα πληγόταν από τα αποτελέσματα της θερμοκρασίας.
Στο 30ο κατάλαβα πως δεν θα βαστούσα ούτε με το ρυθμό των 6 λεπτών ανά χιλιόμετρο, με τον οποίο ήλπιζα πως θα βγάλω χαλαρά τον αγώνα. Ο ρυθμός έπεσε αναγκαστικά, αλλά και το πηγαίνεις πιο αργά σημαίνει περαιτέρω έκθεση στο φαινόμενο. Με έσωσε η κινητοποίηση της διοργάνωσης, που, ορθώς, εκτίμησε την κατάσταση ως επείγουσα.
Οι μαραθωνοδρόμοι υφίστανται τα πάντα ώστε να μην εγκαταλείψουν την κούρσα, ακόμα κι όταν αντιλαμβάνονται πως ο οργανισμός τους βρίσκεται στο κόκκινο. Κάθε οδηγός θα σταματούσε το αυτοκίνητό του, αν έβλεπε πως έχει ανεβάσει επικίνδυνα θερμοκρασία, αλλά ο μέσος μαραθωνοδρόμος θα σταματούσε να τρέχει μόνον όταν θα είχε κάψει τη μηχανή. Δεν έχει νόημα, ούτε υπάρχει τρόπος να μας πείσει κανείς να μην συμπεριφερόμαστε έτσι, και οι συμβουλευτικές προτροπές των διοργανωτών που ακούγονται στις εκκινήσεις απευθύνονται σε κουφούς. Το μόνο που έμενε ήταν να προσπαθήσουν να μας δροσίσουν και να ευχηθούν πως όλα θα πάνε καλά μέχρι το τέλος.
Επιστρατεύτηκαν ντουσιέρες και μάνικες. Οι σταθμοί εφοδιάστηκαν με ορισμένα περίεργα πλαστικά αντικείμενα που δεν τα είχα ξαναδεί. Δοκίμασα ένα, αλλά το παράτησα δίχως να καταφέρω ν’ ανακαλύψω τη λειτουργία του. Μου την έδειξε λίγο παρακάτω ένα παιδί, που με σημάδευε μ’ αυτό. Έκανα νόημα πως, ναι, και δέχτηκα μια δροσερή ριπή. Ήταν κάτι που δούλευε σαν νεροπίστολο. Προμηθεύτηκα ένα από σταθμό έκτακτης ανάγκης και συνέχισα πυροβολώντας τακτικά το κεφάλι μου, με μια κίνηση όμοια στην όψη αλλά αντίθετη στο αποτέλεσμα της αυτοκτονίας. Στους δρόμους σχηματίστηκαν μικρές λίμνες, ενώ οι ελαφρά ντυμένες αθλήτριες μετατράπηκαν σε κατάλληλες υποψήφιες για διαγωνισμούς τύπου miss wet Τ- shirt. Εκτιμώ πως η παρουσία τους ελαχιστοποίησε τις εγκαταλείψεις, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Η τελευταία μεγάλη λεωφόρος, 3 χιλιόμετρα πριν από το τέρμα, έζησε πρωτοφανείς στιγμές περιφρόνησης. Ήταν άδεια και ελεύθερη για μας, όμως κανείς δεν έτρεχε πάνω της. Στριμωχτήκαμε στο πεζοδρόμιο, δίπλα στις σειρές των πολυκατοικιών, όπου διαγραφόταν μια στενή λωρίδα σκιάς. Τρέξιμο τοίχο - τοίχο.
Κάτι τέτοιες στιγμές με κάνουν ιδιαίτερα νάρκισσο. Αγαπώ το σώμα μου, που τα καταφέρνει καλύτερα απ’ ότι τα κατάφερνε χρόνια πριν. Θαυμάζω το μηχανισμό που μου επιτρέπει να νιώθω αυτοπεποίθηση, και να ξέρω πως είναι θέμα χρόνου να τα βγάλω πέρα σ’ άλλη μια δοκιμασία. Χαίρομαι που μπορώ, έστω και χρησιμοποιώντας το ως ένεση θάρρους, να επαναλαμβάνω φωναχτά στον εαυτό μου, πως μόνο 20, ή 18 ή 15 ψωροχιλιόμετρα έχουν απομείνει ακόμα.
Και χάρηκα, αν και δεν διακατέχομαι από κανενός είδους εθνικιστική ιδεολογία, όταν είδα την ελληνική σημαία. Έστεκε, ανάμεσα σε πολλές. Ήταν εποχή παγκόσμιας βροχής αρνητικών σχολίων για τη χώρα μου και το να βλέπω την ελληνική σημαία μου προκαλούσε μια σωρεία αντιφατικών και περίεργων συναισθημάτων.
Η ελληνική σημαία ήταν εκεί χάρη στους λίγους έλληνες, ούτε 10, που τρέχαμε στη Βουδαπέστη. Στεκόταν στο ίδιο ύψος με τις υπόλοιπες. Μια πλειάδα σημαιών, που αντιπροσώπευαν χώρες που θα τις ήθελα ισότιμες κι όχι δανειστικές. Οι έλληνες αθλητές που τρέξαμε στην Βουδαπέστη είχαμε εισπράξει μόνο ό,τι δικαιούμασταν. Είχαμε ανταμειφθεί γι’ αυτό πάνω στο οποίο είχαμε δουλέψει. Την κουρασμένη μας ύπαρξη την βάρυνε η ζέστη και η προσπάθεια, αλλά την ελάφρυνε η γνώση πως δεν εκμεταλλεύτηκε παρά μόνο τις δικές της δυνάμεις. Πως δεν δανείστηκε, δεν σπατάλησε, δεν απέτυχε ν’ ανταποκριθεί. Περάσαμε την γραμμή του τερματισμού, με ψηλά το κεφάλι. Εμείς, οι ανώνυμοι έλληνες, ήμασταν εκείνη τη στιγμή οι καλύτεροι πρεσβευτές της χώρας μας, έτσι ήθελα να το βλέπω, τουλάχιστον.
Παρ' όλη τη ζέστη πλησίαζε ένας βαρύς κι αβέβαιος για όλους μας χειμώνας. Ήλπιζα πως οι ζεστές αναμνήσεις θα μετρίαζαν τις κρύες μέρες που έρχονται. Έτσι, θα τις κρατούσα καλά φυλαγμένες, σαν μέσα σε γυάλινη σφαίρα. Θα τις ανακινούσα, όπως τώρα, κάθε που θα ήθελα να βλέπω ομορφότερο τον κόσμο, και θα τις παρατηρούσα να στροβιλίζονται μέσα σ’ ένα ψεύτικο χιόνι. Για να έχει όμορφο τέλος η ζωή μας πρέπει να την ζήσουμε σαν να ήταν παραμύθι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου