Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Η δοκιμασία του παραδείσου.





                                                              Orliacas advendure race. 17 Απριλίου 2016.



Πάλι παρέα με τους τελευταίους αθλητές πηγαίνουμε. Πολύ συχνά μου συμβαίνει αυτό τελευταία. Για ν’ αποδεχτώ την κατάσταση έχω αναπτύξει μια βολική, αλλά εύλογη θεωρία. Οι αθλητές παρόμοιων δυνατοτήτων όπως εμείς προτιμούν ευκολότερους αγώνες. Δεν εξηγείται αλλιώς. Στο Ζαγόρι υπήρχε μια ολόκληρη ώρα διορίας μετά τον τερματισμό μας, ωστόσο λίγοι εμφανίστηκαν μετά από μας. Στον Όρλιακα, ακόμα χειρότερα, μόνο τέσσερις χώρεσαν στην ώρα αυτή. Και στο Παγγαίο, επίσης, μόνο ένα μικρό τμήμα αθλητών την χρειάστηκε. Η μεγάλη πλειοψηφία, ως συνήθως, τερμάτισε πριν.
Δεν πειράζει. Άλλωστε Όρλιακας και Παγγαίο δεν βιώθηκαν ως αγώνες δρόμου, αλλά ως μάχη επιβίωσης. Πολλές στιγμές στη διάρκειά τους ένιωσα πως προκαλώ μεγάλο κακό στον εαυτό μου. Και πως, τέτοιος που γεννήθηκα, θα συνεχίσω να το κάνω, μέχρι τέλους.
Ο Όρλιακας ηχούσε σαν εξωτικό όνομα. Αυτό μας τράβηξε. Πως είναι άραγε ένα βουνό που το λένε Όρλιακα; Η φήμη του αγώνα, αποκαρδιωτική. Μην τυχόν πατήσετε, άθλιο τερέν, γκρεμοτσακίδια, δεν μπορείς να τρέξεις κλπ. Σαχλαμάρες. Απίστευτο να έχω γυρίσει όλη σχεδόν την Ελλάδα και τον μισό κόσμο και να αγνοώ ένα τέτοιο μέρος. Ομορφιά στην αγριάδα και στη γαλήνη του, παράδοση στο σωστό αρχιτεκτονικό της ρόλο, φύση που σε γυρνά στην αρχή της δημιουργίας του κόσμου, άνθρωποι γελαστοί και πρόσχαροι. Ένα τοπίο παραδεισένιο, όσο πιο ακατέργαστο και απαλλαγμένο από τον εξωραϊσμό μιας ρομαντικής φαντασίας, τόσο πιο πειστικό. Τρέχεις και κοιτάς ολόγυρα. Ή σταματάς για να το κάνεις. Το έδαφος πράγματι, σε σημεία τραχύ, σκοινιά σε κατηφόρα δεν θυμάμαι σε αγώνα άλλη φορά, αλλά για την περιπέτεια έρχεσαι, αυτήν αποζητάς. Αλλιώς υπάρχει και η άσφαλτος.
Σίγουρα, όμως, δεν αποζητάς τη ζέστη. Όχι την τόση ζέστη. Όχι την τόσο απότομη ζέστη. Μια βδομάδα πριν κυκλοφορούσαμε με χειμωνιάτικα.
Περισσότερο από τις επιδόσεις των πρώτων ζηλεύω το ότι οι δυνάμεις τους τους βοηθούν να ξεμπερδεύουν με τις ακραίες καιρικές συνθήκες στο μισό χρόνο απ’ όσο εμείς. Άλλο το να είσαι εκτεθειμένος 4 ώρες στον καύσωνα κι άλλο 8. Στο κρύο, το ίδιο. Και τώρα που οι πρώτοι σχεδόν τελειώνουν, για μας η θερμοκρασία και ο ήλιος ψηλώνουν κι αγριεύουν. Ακόμα αντέχουμε όμως, αν και κάθε που κοιτώ το ρολόι όλο και περισσότερα φίδια με ζώνουν.
Στα γεφύρια στέκομαι αρκετά, ευλογημένος ο τόπος που έχει τόσο νερό. Συγχαίρω τους ανθρώπους σ’ έναν κεντρικό σταθμό για το μέρος που ζουν. Δεν είναι μόνο περήφανοι για τα γεφύρια και τα ποτάμια τους, μου λένε, αλλά και για τις αρκούδες τους. Αναφέρουν ένα νούμερο που ενδημεί στην περιοχή και το οποίο θα μου φαινόταν μεγάλο ακόμα κι αν αφορούσε αγελάδες. Στο ωχ που βγάζω μου λένε να μη φοβάμαι, δεν υπάρχει κίνδυνος, καθότι οι αρκούδες, μου εξηγούν, γίνονται επικίνδυνες ανάλογα με την εποχή του ζευγαρώματος και τώρα δεν είναι τέτοια. Παλιότερα, λένε, υπήρχε μια χήρα αρκούδα, - τι μαθαίνει κανείς στους αγώνες βουνού - που ήταν αρκετά επιθετική, αλλά τελικά ζευγάρωσε και δεν υπάρχει πρόβλημα πλέον. Μάλιστα. Δεν θέλω να ζευγαρώσω με χήρα αρκούδα. Είδα τον Ντι Κάπριο στην τελευταία του ταινία να ζευγαρώνει με χήρα αρκούδα και δεν του άρεσε καθόλου. Το σεξ είναι καλό γενικά, αλλά πρέπει να είναι συναινετικό.
Αλλά, φυσικά, οι αρκούδες δεν είναι το πρόβλημα. Ο καύσωνας είναι. Ξεραινόμαστε. Μου έχει τύχει πολλές φορές αυτό, όταν ξεμένω από νερό, ή όταν απέχουν πολύ οι σταθμοί και μετρώ τις σταγόνες. Εδώ μπουκάλια υπάρχουν παντού, ακόμα και σε σημεία έκτακτης ανάγκης που δεν είχαν ανακοινωθεί, και τα ποτάμια τρέχουν γάργαρα. Αλλά ξεραίνεσαι ενώ κοντεύεις να σκάσεις από το πολύ νερό. Η Άννα εκδηλώνει λιποθυμικές τάσεις. Τρεις φορές κάθεται και κλείνει τα μάτια. Την πλησιάζω ανήσυχος, αλλά και τις 3 φορές τα ανοίγει ξανά και ζητά παγωτό. Της το υπόσχομαι για μετά, αρκεί να τελειώσουμε έγκαιρα τον αγώνα. Ο κόφτης, που τόσο εύκολος μας φάνηκε στα χαρτιά, μας λαχταρά. 5 λεπτά διορίας κι οι άνθρωποι εκεί, ούτε 20 μέτρα, μας κάνουν πλάκα πως πρέπει να βιαστούμε. Δεν θα μας έκοβαν, βέβαια, όπως δεν έκοψαν και κάποιους μετά από μας. Η επίγνωση της κατάστασης κάνει μεγάθυμη τη διοργάνωση.
Δεν την βγάζετε χωρίς τζελ και ισοτονικά; Κι όμως, αν δείτε πως αυτά δεν φέρνουν αποτέλεσμα, θα σας πω ένα κόλπο. Στον συγκεκριμένο σταθμό τα σωστά καύσιμα βρίσκονται κλεισμένα σ’ ένα πλαστικό διαφανές, κάπου απόμερα, κανείς δεν τα δίνει σημασία. “Το τυρί και τη ντομάτα τα κρατάτε για σας;”, ρωτώ. “Όχι, για τους αθλητές είναι, ορίστε”, μας τα προσφέρουν. Παλιά καλή μέθοδος. Όλα έρχονται στα ίσια, ακόμα και τα λίτρα υγρών που καταναλώνουμε και που μοιάζουν σαν να τα ρίχνουμε σε κρατήρα ηφαιστείου.
Ζωντανοί ξανά. Και μπροστά μας το βουνό με τη διπλή καμπούρα, σαν Βακτριανή καμήλα, που είχαμε δει καθώς οδηγούσαμε για εδώ και της έκανα πλάκα πως θα το τρέξουμε αύριο, για να το διαψεύσω μόλις είδα την τρομάρα της. Πριν από την καμήλα, δεξιά κι αριστερά της, δρόμοι. Ποιος κατηφορίζει στο χωριό, σε ποιον θα μας στείλουν, άραγε, οι της διοργάνωσης;
Σε κανέναν. Πάτε ίσια εκεί”, χέρια δείχνουν τις καμπούρες.
Πλάκα κάνετε ε;”
Δεν κάνουν. Δεν διακρίνεται καν μονοπάτι, το τοπίο μοιάζει αναρριχητικό. Όμως όχι, απλώς είναι τόσο κακοτράχαλο το έδαφος που χωνεύει το μικρό σημαδεμένο πέρασμα. Αν είχαμε μόνο αυτό θα ήταν εντάξει. Αλλά έχουμε ήδη βγάλει δυο ντουζίνες ανηφοριές που όλες τις νομίζαμε τελευταίες. Δεν θα της ξαναπώ, πλέον, πως κάποια είναι η τελευταία, ούτε θα πιστέψω κανέναν που θα μου το πει, αν δεν δω πρώτα το χωριό στα πόδια μου.
Έτσι το αναγγέλλω έναν αιώνα μετά, όταν το βλέπω, κάτω, να ψήνεται στους 30 βαθμούς. Τα κεραμίδια και οι δρόμοι του λάμπουν σαν ν’ αντανακλούν τη χαρά όσων το αντικρίζουν. Τα σώματα δεν παλεύουν πια με τη βαρύτητα, αφήνονται γλυκά σ’ αυτήν. Λίγα λεπτά ακόμα.
Θα ξαναρθούμε στον Όρλιακα;”, τη ρωτώ σε ζαχαροπλαστείο της Βέροιας, καθώς απολαμβάνει το παγωτό που κέρδισε με την αξία της. Είναι κάθετη, “ΠΟΤΕ, ΠΟΤΕ, ΠΟΤΕ”. Πριν τελειώσει το παγωτό νομίζω πως το ξανασκέφτεται. Σήμερα το σχεδιάζουμε ήδη. “Πρόσεξες πόσο χαμογελαστοί κι ενθαρρυντικοί ήταν οι άνθρωποι στους σταθμούς”, με ρωτά;
Το πρόσεξα.
Τοποθετημένος στο χάρτη, κοντά σε γνωστά ονόματα, Βασιλίτσα, Αβδέλλα, ο άγνωστος μέχρι χθες Όρλιακας μας είναι πια κοντινός όσο κι ένα οικείο μας πρόσωπο. Μας ζόρισε λίγο, όπως μας ζορίζουν κάποια πράγματα μέχρι να βεβαιωθούν ότι τα αγαπάμε. Του χρόνου ο Όρλιακας θα είναι μια παλιά αγάπη, αλλά όχι από αυτές που πάνε στον παράδεισο. Θα είναι μια αγάπη με στοιχεία παραδείσου, και, διάολε, στημένοι στην εκκίνηση για τη νέα δοκιμασία του, θα τον λογίζουμε ακόμα πιο συναρπαστικό από αυτόν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου